- ἀναδεικνύω
- ἀναδείκνυμιlift up and showpres subj act 1st sgἀναδείκνυμιlift up and showpres subj act 1st sgἀναδείκνυμιlift up and showpres ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αναδεικνύω — αναδεικνύω, ανέδειξα και ανάδειξα βλ. πίν. 87 και πρβλ. αναδείχνω … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αναδεικνύω — (Α ἀναδεικνύω και δείκνυμι, Ν και δείχνω) εκλέγω σε αξίωμα, ανακηρύσσω, αναγορεύω νεοελλ. 1. κάνω κάποιον ή κάτι σπουδαίο, εξυψώνω, προάγω, προβάλλω 2. μέσ. επιτυγχάνω σε κάποια επίδοση, προοδεύω, ευδοκιμώ, διακρίνομαι αρχ. 1. ανυψώνω και δείχνω… … Dictionary of Greek
ανάδειξη — η (Α ἀνάδειξις) [ἀναδεικνύω] εκλογή σε αξίωμα, ανακήρυξη, αναγόρευση νεοελλ. εξύψωση, προαγωγή, προβολή αρχ. 1. τελετή επίσημης αναγνώρισης ή καθιέρωσης 2. παρουσίαση, εμφάνιση … Dictionary of Greek
αναδείκνυμι — ἀναδείκνυμι (Α) λ. αναδεικνύω … Dictionary of Greek
αναδείχνω — βλ. αναδεικνύω … Dictionary of Greek
ανταποδεικνύω — (Α ἀνταποδεικνύω κ. δείκνυμι) αποδεικνύω το αντίθετο απ’ αυτό που απέδειξε κάποιος άλλος αρχ. 1. αποδεικνύω κι εγώ με τη σειρά μου 2. αναδεικνύω κάποιον σ’ ένα αξίωμα αντί για κάποιον άλλο … Dictionary of Greek
αντεφίστημι — ἀντεφίστημι (Α) αναδεικνύω κάποιον σ ένα αξίωμα για ν αντιμετωπίσω κάποιον άλλο … Dictionary of Greek
βγάζω — και βγάλλω και βγάνω (Μ βγάζω, ἐβγάζω, βγάλλω, ἐβγάλλω, βγάνω, ἐβγάνω) 1. βγάζω έξω, εξάγω 2. ανασύρω («βγάζω μαχαίρι») 3. αναδίνω, τινάζω προς τα έξω («ο βράχος βγάζει νερό») 4. ξεριζώνω, μαδώ («βγάζω τα χορτάρια, τα φρύδια, τις τρίχες κ.λπ.») 5 … Dictionary of Greek
δείχνω — και δείχτω (AM δείκνυμι και δεικνύω) 1. υποδεικνύω, εντοπίζω κάποιον ή κάτι τείνοντας προς το μέρος του τον δείχτη του δεξιού χεριού («δείξε στον χάρτη το χωριό σου», «δεῑξαι Άλέξανδρον... Μενελάῳ») 2. φανερώνω, προβάλλω, αποκαλύπτω (α. «το… … Dictionary of Greek
διαλαλώ — (AM διαλαλῶ, έω) μσν. νεοελλ. 1. διακηρύσσω, κοινοποιώ μεγαλόφωνα 2. διαδίδω, διατυμπανίζω, διασαλπίζω 3. (για εμπόρευμα κ.λπ.) διαφημίζω κατά τρόπο επίμονο 4. διαδίδω μυστικό, κοινολογώ μυστικό 5. εκποιώ σε δημοπρασία 6. εκθέτω, διαπομπεύω… … Dictionary of Greek